- ευόμιλος
- εὐόμιλος, -ον (ΑΜ)μσν.καταδεκτικός, ευπροσήγοροςαρχ.1. κοινωνικός2. εμπιστευτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμιλος «ομάδα, παρέα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐόμιλος — sociable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόμιλον — εὐόμιλος sociable masc/fem acc sg εὐόμιλος sociable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐομίλους — εὐόμιλος sociable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek